Έφη Καλογεροπούλου, Έρημος όπως έρωτας, εκδ. Μετρονόμος-Ποιείν, Αθήνα 2015.
Με τον τίτλο της συλλογής θα μας προϊδεάσει η ποιήτρια για το κεντρικό της θέμα: Έρημος όπως έρωτας. Δηλαδή ‒με άλλα λόγια‒ με μια έρημο μοιάζει ο έρωτας, διατύπωση η οποία μου θυμίζει τον τίτλο του εμβληματικού πεζογραφήματος του Φρανσουά Μωριάκ H ερημιά του έρωτα ή κατά μια νεώτερη μετάφραση Η έρημος της αγάπης, και στα γαλλικά Le desert de l’ Amour. Προσωπικά προτιμώ την πρώτη μεταφραστική εκδοχή λόγω του πλέον εύηχου εξ αιτίας της παρήχησης, αλλά και της εννοούμενης διαφοράς του πάθους, ενώ η καθαρή αγάπη ποτέ δεν γνωρίζει μοναξιά κι απελπισία. Και ‒κατά τον Απόστολο μάλιστα‒ «ου ζητεί τα εαυτής… πάντα υπομένει… και ουδέποτε εκπίπτει». (Το ερώτημα βέβαια πάντα είναι, εάν αυτή είναι επιτεύξιμη και για πόσο.) Σε συμφωνία θαρρώ με τα παραπάνω, η ταυτόχρονη μετάφραση των ποιημάτων της Καλογεροπούλου στα αγγλικά από το Γιάννη Γκούμα, μας αποδίδει τον τίτλο ως Desert as desire δηλ. έρημος όπως επιθυμία.
Μια έρημος λοιπόν ο έρωτας: η έκφραση αυτή υποβάλλει σε ένα στεγνό και απειλητικό τοπίο δύσκολα συμβατό με τη ζωή. Αλλά αυτός είναι ο προδομένος ή ο μονόδρομος έρωτας. Γιατί ο αμοιβαίος και εκπληρωμένος έρωτας στην ανάπτυξή του είναι ίσα ίσα το πιο ανθισμένο τοπίο της ανθρώπινης ψυχής. Ωστόσο τα ωραία τελειώνουν νωρίς συνήθως. Και κρατούν όσο μια ανάσα, «σε μια εισπνοή έπαιξες/ σε μια εκπνοή έχασες», μας λέγει η ποιήτρια και μάλιστα αφού «το παιχνίδι με τις κάρτες/ μοιάζει από την αρχή χαμένο». Όμως «να διασχίσεις την έρημο έλεγε, αυτό έχει σημασία»: το ποιητικό υποκείμενο (και όλοι μας) πορεύεται, εν μέσω των δυσκολιών της διαδρομής, προς την αυτοσυνειδησία του, προς τη δόμηση της ψυχικής του και συναισθηματικής ταυτότητας και ολοκλήρωσης. Στο δρόμο θα αφήσει τα βιοτικά σκουπίδια «το σκουπάκι της γράφει/ τετράγωνους κύκλους στον αέρα/ στο βυθό τα σκουπίδια», τις προδοσίες, τις απώλειες, τις ματαιώσεις, τις διασαλεύσεις βεβαιοτήτων, το ράγισμα των σχέσεων, το «σπασμένο ανάμεσά μας», τον φόβο. Επειδή ο χρόνος είναι το καταλυτικό μέγεθος που επηρεάζει και φθείρει όλα τα ωραία συναισθήματα, καταστάσεις, σώματα. «Ο χρόνος ‒ σιωπή/ ο χρόνος – εφιάλτης/ ο χρόνος – παγίδα/ ο χρόνος – δήμιος», μα και «Ο χρόνος ο μεγαλύτερος ‘Eρωτας όλων των Eρώτων», επειδή προφανώς έχει τη δύναμη να στέκεται παραπάνω από τους έρωτες και να τους καταλύει. Από την άλλη όμως και «ο χρόνος ο δημιουργός μου», ο δημιουργός ενός νέου εαυτού και μιας, δια μέσου της στέρησης και του πάσχειν, αυτοπραγμάτωσης. Ωστόσο, επειδή το τέλος των αισθημάτων είναι πιθανό να συμβεί, δεν μπορεί κανείς να είναι αναίσθητος και ψυχρός στην έλευση μιας επερχόμενης ερωτικής κοινωνίας. Η διακινδύνευση είναι το παν στις ανθρώπινες σχέσεις. Ένα, σαν τυχερό παιχνίδι, όπου θα δώσεις όλο σου τον εαυτό και θα κερδίσεις ή θα χάσεις, επειδή «άμα δεν βγεις από τον εαυτό σου/ δεν θα συναντήσεις ποτέ κανέναν». Και η συνάντηση, η ανταλλαγή σκέψεων, αισθημάτων, εμπειριών είναι το ζητούμενο ανάμεσα στους ανθρώπους και αυτό αφορά όχι μόνο τον ερωτικό τομέα. Εξ άλλου η ψυχή δεν παύει να κάνει όνειρα. «Πριν γκρεμιστεί/ ότι πετάει ονειρεύτηκε η πέτρα.» Όμως ο χρόνος είναι πάντα ο πρωταγωνιστής του βίου, σαν ακίνητος και σαν ανίκητος (ωραίο ποιητικό εύρημα ο αναγραμματισμός αυτός!). Μάλιστα «Το ανίκητο του χρόνου/ τα μάτια είναι», διότι ο άνθρωπος είναι ο μετρητής όλων των μεγεθών. Ενός χρόνου που το ποιητικό υποκείμενο θα ήθελε να τον γυρίσει ‒συρρικνώνοντάς τον μέσα στο κοσμικό αυγό από το οποίο υποτίθεται πως ξεπήδησε‒ στο σημείο δηλαδή μηδέν (στην αθωότητα; στην κατάργηση του προκαλούμενου από την ατυχή, ηθελημένα ή αθέλητα, δράση πόνου;). Από την άλλη όμως δεν διστάζει ‒σε μια συνολική θεώρηση του κόσμου‒ να ξανοιχτεί στο επέκεινα, στη διαστολή των ορίων, λέγοντας: «κι αν ο τοίχος είναι/ κάτι περισσότερο;»
Η Καλογεροπούλου προσφέρει στο βιβλίο της αυτό, αντί για ανεξάρτητα ποιήματα, μια σύνθεση όπου υποστηρίζει τα πιο πάνω θέματα με επιμονή και ωριμότητα. Το κλίμα είναι κλειστοφοβικό. Οι πρωταγωνιστές μοιάζουν να πάσχουν από έλλειψη συνεννόησης πχ. «-Τι είπες;/ Δεν ακούω, δεν ακούω» ή «-Τι βλέπεις;/ Τίποτα.» και αυτά μάλιστα επαναληπτικά. Οι εκφράσεις της υπαρξιακής οδύνης αρκετές, όπως «το σύμπαν σε εκτινάσσει/ και παίζει μαζί σου/ μέχρι να σε καταβροχθίσει», ή «αιχμάλωτη/ στο τρύπιο γάντι της σιωπής/ στην τρέλα γέρνει», ή «απελπισία στάχτη», ή «ο ήχος της απώλειας τρύπιος», ή «σκοτάδι πηχτό», ή «ένα τενεκεδάκι θάνατο κλωτσάει», ή «χάρτης πένθους». Αλλά αυτή ακριβώς δεν είναι η ανθρώπινη μοίρα; Ένας κόσμος όπου ‒όπως και η ίδια διατείνεται‒ θήραμα και θηρευτής είναι θύματα κι οι δύο. Κι όμως αυτοί οι δύο μέσω του έρωτα γίνονται ένα. Εναλλάσσοντας το τρίτο με το πρώτο και με το δεύτερο πρόσωπο στην αφήγηση, τους ρηματικούς χρόνους, αλλά και ένα εμπρός-πίσω ‒σαν με το μάτι μιας κάμερας‒ των εξιστορήσεών της, δημιουργεί ένα ενδιαφέρον κινηματογραφικό σκηνικό (μας υποβάλλει ακριβώς η ίδια η ποιήτρια την αίσθηση αυτή στους στίχους «η γη γυρίζει και το κομμένο φιλμ μυρίζει πια για τα / καλά καμένο»), όπου κανείς δεν παύει να αναρωτιέται την κάθε στιγμή, εάν παραμένει κάτοχος του νοήματος και εάν πράγματι ερμηνεύει σωστά το απόσπασμα που μόλις διάβασε, με αποτέλεσμα το ενδιαφέρον να κρατιέται αμείωτο ως το τέλος της σύνθεσης. Στο νόημα και το περιεχόμενο είναι που η ποιήτρια φαίνεται να θέλει να επιμείνει, εκθέτοντας αρκετούς σημαντικούς και αξιομνημόνευτους στίχους. Συχνά το κείμενό της ‒με μια συγκοπτική τακτική‒ το διατρέχουν στίχοι που κατασκευάζει από ελάχιστες λέξεις, ή και καθιστώντας κάποτε στίχο τη μια μόνη λέξη, αποτυπώνοντας μάλλον έτσι ένα θρυμματισμένο από την απώλεια εαυτό και όνειρο, ή απλώς με διάθεση δημιουργίας ενός ιδιαίτερου ποιητικού ύφους. Αυτό, όταν στην ποίηση το ζητούμενο είναι η επιτυχημένη συνάρθρωση των λέξεων, μοιάζει σε μερικά σημεία να δημιουργεί κάποιο αίσθημα διακοπής της συνέχειας του ρυθμικού λόγου, σε μια προφορική τουλάχιστον απαγγελία (χωρίζοντας π.χ. το υποκείμενο από τον προσδιορισμό του, όπως «ο κήπος του ουρανού» μοιρασμένος σε δυο στίχους και παρόμοια). Από το περίκλειστο σκηνικό όμως τελικά αναφαίνεται η ελπίδα, όταν ακόμα και ο θάνατος ακολουθείται από μια γέννηση και μια νέα αρχή «κι η μοίρα/ είναι θάνατος και γέννηση μαζί/και δίνεις το κομμάτι σου το φωτεινό/ατόφιο στον καιρό και ζωντανός ξανά/ αφήνεσαι στα ύψη», έστω κι αν προηγουμένως έχεις υπάρξει «του ύψους ναυαγός». Πιο πολύ ο ποιητής ‒πλάθοντας ανθρώπους από νερό ή χαρτί‒ ξέρει να το κατορθώνει αυτό με την τέχνη του. Μ’ ένα καρότσι κυλώντας δοκιμάζει να ξεφύγει από το χρόνο, τη δυστοπία, τον θάνατο. Κι οι λέξεις του «μαγικοί λαβύρινθοι/ που κρύβονται στα πλήκτρα». Θα τους διασχίσει για να συναντήσει το φως.